συναποφθίνω

συναποφθίνω
Α
1. καταστρέφω, εξολοθρεύω κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο («παῑδά τε καὶ γενέτειραν ὁμῇ συναπέφθισαν ἄτῃ», Οππ.)
2. μέσ. συναποθνήσκω («δελφῑνι νέῳ συναπέφθιτο μήτηρ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποφθίνω «εξολοθρεύω, αφανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”